- πρωταγόρειος
- -α, -ο / πρωταγόρειος, -εία, -ον, ΝΑ [Πρωταγόρας]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φημισμένο Αβδηρίτη σοφιστή τού 5ου π. Χ. αιώνα Πρωταγόρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πρωταγόρειος — of Protagoras masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωταγορείων — Πρωταγόρειος of Protagoras fem gen pl Πρωταγόρειος of Protagoras masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωταγόρειον — Πρωταγόρειος of Protagoras masc acc sg Πρωταγόρειος of Protagoras neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωταγορείοις — Πρωταγόρειος of Protagoras masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωταγορείου — Πρωταγόρειος of Protagoras masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωταγορείους — Πρωταγόρειος of Protagoras masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωταγορείῳ — Πρωταγόρειος of Protagoras masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωταγόρεια — Πρωταγόρειος of Protagoras neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωταγόρειοι — Πρωταγόρειος of Protagoras masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)